ΓΛΩΣΣΑΡΙ

| |

ΓΛΩΣΣΑΡΙ – ΟΡΟΛΟΓΙΑ

Albino: πουλί χωρίς χρωστικές, ούτε στο φτέρωμα, ούτε και στο δέρμα ή τα μάτια.
Buff: χαρακτηρισμός για τα πουλιά των οποίων τα φτερά έχουν χαρακτηριστικά λευκωπά άκρα. Εξαιτίας του ό,τι το φτέρωμά τους είναι πιιο θαμπό, λέγονται και μη έντονα ή Β.
Consort: το χωρίς σκουφί  καναρίνι σε ράτσες που διαθέτουν σκουφί. Π.χ. Gloster Fancy  κλπ. Το αντίθετο δηλ. με σκουφί Corona
Coppy: παλιός αγγλικός χαρακτηρισμός για το σκουφί.
Crestbred: πουλί χωρίς κουκούλα με καταγωγή από ένα Crested με κουκούλα.
Crested: αγγλικός όρος για πουλί  με κουκούλα συγκεκριμένης ράτσας καναρινιού με ωραία στάση.
Lutino: όπως το Albino, διατηρείται όμως το βασικό κίτρινο χρώμα
Yellow: (κίτρινο)όρος για πουλιά των οποίων τα φτερά δεν έχουν καθόλου ή πολύ λίγο ανοιχτά άκρα. Αυτό έχει ως συνέπεια να επικρατεί έντονος χρωματισμός στα σημεία αυτά.
Αιμομιξία: ζευγάρωμα πουλιών με στενή συγγένεια, ώστε να σταθεροποιηθούν επιθυμητά χαρακτηριστικά ενός Κλάδου-Γραμμής
Ανάδρομη διασταύρωση: διασταύρωση μητέρας και γιού ή πατέρα κόρης για να σταθεροποιηθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ράτσας.
Αποχρωματισμένα: πουλιά τα οποία με τις διάφορες μεταλλάξεις, έχουν χάσεις κάποιες μελανίνες του φτερώματος.
Αραιωμένο: το πουλί που με μεταλλάξεις, δείχνει ανοιχτότερα χρώματα από αυτά με τον φυσιολογικό χρωματισμό του ίδιου χρωματικού είδους. Έτσι ο αχάτης είναι η αραιωμένη μορφή του μαύρου, ενώ το χρώμα της ιζαμπέλλας του καστανού.
Βασικό χρώμα: λευκό και κίτρινο μέχρι κόκκινο, στο οποίο προστίθενται όλα τα άλλα
Γονάδες: σπερματικοί αδένες
Διμορφισμός: η ταυτόχρονη ύπαρξη δύο μορφών στο ίδιο είδος πουλιού. Π.χ. στο άγριο καναρίνι υπάρχουν διαφορές στα χρώματα του φτερώματος μεταξύ αρσενικού και θηλυκού
Έμβρυο: το πουλί που αναπτύσσεται μέσα στο αυγό
Ενδιάμεσα: τα πουλιά απόγονοι με στίγματα σαν αποτέλεσμα ζευγαρώματος ενός πουλιού μελανίνης με ένα λιποχρωμικό
Έντονα: (intensiv): πουλιά με φτερά που δεν έχουν ή έχουν μόνο πολύ λεπτά λευκωπά άκρα και τα κάνουν να φαίνονται πιο έντονα. Γι΄αυτό και ονομάζονται έντονα ή Α
Ετεροζυγωτό: το πουλί που έχει έναν γόνο  –υπολειπόμενο ή φυλοσύνδετο-  στο κληρονομικό υλικό που δεν εκδηλώνεται.
Ευμελανίνες: ραβδόμορφοι κόκκοι καστανού μέχρι μαύρου χρώματος, στα κύτταρα των φτερών
Θανατηφόρος Παράγων: όταν διασταυρώνονται 2 γόνοι που αποκλείουν τη βιωσιμότητα. Οι νεοσσοί πεθαίνουν στο αυγό πριν την εκκόλαψη ή τις πρώτες μέρες της ζωής τους
Κανθαξανθίνη: κόκκινη χρωστική φυτικής προέλευσης. Ανήκει στις καροτίνες
Καροτίνη: λιποδιαλυτή χρωστική, συνήθως φυτικής προέλευσης
Κηλιδωτά: πουλιά στα οποία η εν μέρει  έλλειψη μελανίνης, δημιουργεί ανοιχτόχρωμα τμήματα στο φτέρωμα
Κλάδος ή Γραμμή εκτροφής: ένας αριθμός πουλιών, λίγο έως πολύ συγγενών μεταξύ τους, με αξιόλογα χαρακτηριστικά με τα οποία γίνεται ομομειξία ή επιλεκτική αναπαραγωγή
Κυρίαρχο: όρος που χρησιμοποιείται συχνά στα χρώματα. Χαρακτηριστικό που εμφανώς κληρονομείται και επικρατεί σ΄όλους τους άλλους παράγοντες κληρονομικότητας
Λιπόχρωμα: κίτρινες ή κόκκινες λιποδιαλυτές χρωστικές που παράγει το πουλί, με τη βοήθεια καροτινοειδών ή που προσλαμβάνει με την τροφή με τη βοήθεια καροτίνης
Μελανίνες: διάφορες αδιάλυτες σκουρόχρωμες χρωστικές από το κιτρινοκάστανο μέχρι το μαύρο
Μερική πτερόρροια: η αλλαγή μόνο των καλυπτήριων φτερών. Στα νεαρά καναρίνια η πρώτη τους πτερόρροια
Ξανθοφύλλες: κίτρινες μέχρι κιτρινοκάστανες καροτίνες που προέρχονται από τα φυτά και προσλαμβάνονται από το πουλί με την τροφή
Ομοζυγωτό: πουλί που φέρει γόνους ενός μόνο χρώματος
Ολική Πτερόρροια: η αλλαγή όλων φτερών ενός πουλιού(κατευθυντήρια και καλυπτήρια). Η 1η πλήρης πτερόρροια στα καναρίνια  συμβαίνει στο 2ο  χρόνο της ζωής τους και στη συνέχεια μετά την αναπαραγωγή
Πολλαπλό ζευγάρωμα: το ζευγάρωμα ενός αρσενικού με 2 ή περισσότερες θηλυκές
Πουλιά λιποχρώματος: όλα τα καναρίνια που δεν έχουν μελανίνες στο φτέρωμα, λανθασμένα και τα λευκά, τα οποία δεν έχουν ή έχουν λίγο λιπόχρωμα
Πούπουλα: τα πρώτα φτερά των νεοσσών και το εσωτερικό φτέρωμα των ενήλικων
Ρεπερτόριο: το σύνολο των στροφών ενός καναρινιού  φωνής
Σημαδεμένο: ανοιχτόχρωμο πουλί με με σκουρόχρωμη κηλίδα και το αντίστροφο
Στεφανωμένο: μη έντονο πουλί με λευκά άκρα φτερών
Συμμετρικά κηλιδωτά: τα πουλιά που και από τις δυο πλευρές του σώματος, φέρουν τις ίδιες κηλίδες
Υβρίδιο: πουλί που προέρχεται από τη διασταύρωση διαφορετικού είδους πουλιών ή διαφορετικών φυλών του ίδιου είδους
Υπολειπόμενο: έναντι κυρίαρχων γόνων, γόνος που κληρονομείται χωρίς να γίνεται αντιληπτός και εκδηλώνεται μόνο όταν και τα δύο γονικά πουλιά έχουν αυτόν τον γόνο (κυρίως στο χρώμα) οπότε προκύπτουν ομοζυγωτά πουλιά
Φαιομελανίνες: σφαιρικοί κόκκοι χρωστικής από κιτρινοκάστανο μέχρι καστανέρυθρο που περιέχονται στα κύτταρα των φτερών
Φτερά πτήσης ή Κατευθυντήρια: τα φτερά των φτερούγων και της ουράς
Φυλετικός διμορφισμός: διαφορετική όψη αρσενικού και θηλυκού
Φυλοσύνδετος: υπολειπόμενος τρόπος κληρονομικότητας, κατά τον οποίο ο γόνος βρίσκεται στα φυλετικά χρωματοσώματα. Το είδος αυτό της κληρονομικότητας μεταφέρεται από τη μητέρα στους γιους
Χρώματα δομικά: χρώματα που προκύπτουν από την συγκεκριμένη δομή των κυττάρων των φτερών και τις διαθλάσεις του φωτός σε αυτά. Στα καναρίνια προέκυψαν σε περιορισμένο βαθμό με μεταλλάξεις δομικά χρώματα (οπτικός μπλε παράγων, κίτρινο λεμονί και οπάλ)
Χρωστικές: διάφορες ουσίες που περιέχονται στα κύτταρα των φτερών, δηλ. τα οι μελανίνες και τα λιποχρώματα, σε αντίθεση με τα δομικά χρώματα


 HORST   BIELFWELD